- μυωπικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α. Ισηγόνη στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.